- ἀμορβάδες
- ἀμορβάςruralfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμορβάς — ἀμορβὰς ( άδος), η (θηλ. τού ἀμορβὸς) (Α) φρ. «ἀμορβάδες Νύμφαι» αγροτικές, υπηρετικές Νύμφες … Dictionary of Greek